- εφτάρι
- το семёрка (тж. карта);
μου κόστισε αυτό ένα εφτάρι — мне это-стоило семь тысяч драхм;
εφτάρι πίκα — семёрка пик
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μου κόστισε αυτό ένα εφτάρι — мне это-стоило семь тысяч драхм;
εφτάρι πίκα — семёрка пик
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εφτάρι — το [εφτά] 1. σύνολο επτά ομοειδών μονάδων 2. το αριθμητικό ψηφίο επτά (7) 3. χαρτί τής τράπουλας που έχει επτά φορές το συμβολικό σημείο ενός από τα τέσσερα χρώματα: εφτάρι σπαθί κούπα καρό μπαστούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφτά + κατάλ. αρι* (πρβλ. εξ… … Dictionary of Greek
επτά — και εφτά (AM ἑπτά) (απόλ. αριθμ.) 1. ο αριθμός που αποτελείται από έξι συν μία μονάδες, ο μεταξύ τού έξι και τού οκτώ 2. χρησιμοποιείται για να δηλώσει απροσδιόριστο πλήθος, αμέτρητες φορές (α. «στό είπα εφτά φορές» β. «ὁ γὰρ ἑπτά ἀριθμός παρὰ τῇ … Dictionary of Greek